Written by 9:41 pm Διάφορα

Οδοντιατρική Ορολογία: Ένα mini χρήσιμο λεξιλόγιο το οποίο σας επιτρέπει να καταλαβαίνετε τον οδοντίατρό σας

Ορισμός ημερομηνίας διενέργειας εξετάσεων ιατρικών και οδοντιατρικών ειδικοτήτων Επιτροπών με έδρα την Αθήνα περιόδου Οκτωβρίου 2015

Ο οδοντίατρος είναι εκείνος που ξέρει τι και πως πρέπει να γίνει όσον αφορά την διάφορες διεργασίες που πρέπει να γίνουν στα δόντια σας. Συνήθως κάνει ότι καλύτερο μπορεί για να σας εξηγήσει τι θα κάνει και γιατί, μιας και πρέπει να ξέρετε και εσείς τι πρόκειται να κάνει στο στόμα σας.
Μερικές φορές όμως μπορεί να χρησιμοποιεί λέξεις και έννοιες που ενώ για εκείνον είναι πλήρως κατανοητές, για εσάς να μην είναι και τόσο, και επειδή ντρέπεστε ή “δεν μπορείτε” εκείνη την ώρα δεν ρωτάτε.
Παρακάτω θα βρείτε ένα mini λεξιλόγιο από το οποίο σίγουρα θα ακούσετε κάποιες λέξεις και έννοιες στις επισκέψεις σας στον οδοντίατρο:
Άγκιστρο: το λεγόμενο “γατζάκι”, συντελεί στη συγκράτηση μίας μερικής οδοντοστοιχίας
Αδαμαντίνη (σμάλτο): η σκληρή και λευκή ουσία που καλύπτει εξωτερικά τη μύλη του κάθε δοντιού
Αμάλγαμα: ένα από τα πιο δημοφιλή υλικά που χρησιμοποιούμε για την έμφραξη ενός δοντιού
Ανατολή δοντιών: η διαδικασία εμφάνισης ενός δοντιού στη στοματική κοιλότητα
Ανιχνευτήρας: μυτερό οδοντιατρικό εργαλείο το οποίο χρησιμοποιούμε για να εξετάζουμε τις επιφάνειες των δοντιών
Απόξεση φατνίου: η αφαίρεση του νεκρωμένου ιστού από το εσωτερικό ενός φατνίου
Αποτρύγωση (οδόντων): η αφαίρεση της τρυγίας (πέτρας) των δοντιών από τον Οδοντίατρο
Απόστημα (οδοντικό): η φλεγμονή που συνήθως προσβάλλει ένα δόντι με προχωρημένη τερηδόνα. Συχνά συνοδεύεται από οίδημα (πρήξιμο) και άλλα δυσάρεστα συμπτώματα
Απόστημα (περιοδοντικό): παρόμοια με την παραπάνω φλεγμονή αλλά συνήθως πιο ήπιας μορφής. Δεν οφείλεται σε τερηδόνα αλλά σε φλεγμονή του περιοδοντίου
Βρουξισμός: η φθορά των δοντιών, συνήθως κατά τη διάρκεια του ύπνου
Γέφυρα: μία συσκευή που αντικαθιστά ένα ή περισσότερα ελλείποντα δόντια
Γομφίοι (τραπεζίτες): μία από τις 4 ομάδες των δοντιών
Δευτερογενής τερηδόνα: η τερηδόνα που εμφανίζεται γύρω ή κάτω από μία αποκατάσταση (π.χ. έμφραξη)
Δυσχρωμία (οδόντων): η αλλαγή του φυσικού χρώματος ενός δοντιού
Δυσλειτουργία της κροταφογναθικής άρθρωσης: ο όρος που χρησιμοποιούμε για να περιγράψουμε ορισμένες διαταραχές στις αρθρώσεις των γνάθων ή στους μύες που ελέγχουν τις κινήσεις τους
Έγκλειστο (δόντι): ένα δόντι το οποίο βρίσκεται μέσα στο οστό της γνάθου και δεν έχει ανατείλει καθόλου στο στόμα
Έμφραξη (σφράγισμα): η διαδικασία αναπλήρωσης του κατεστραμμένου τμήματος ενός δοντιού με την χρησιμοποίηση ειδικών υλικών
Εμφυτεύματα (οδοντικά): μεταλλικοί κοχλίες ειδικής κατασκευής που τοποθετούνται χειρουργικά στο οστό της γνάθου στη θέση δοντιών που χάθηκαν
Ενδιάμεσο: το κάθε τεχνητό δόντι μιας γέφυρας
Ενδοδοντική θεραπεία (απονεύρωση): η θεραπεία που ακολουθείται όταν μολυνθεί ο πολφός ενός δοντιού από τερηδόνα, από κάταγμα κλπ.
Ημιέγκλειστο (δόντι): ένα δόντι το οποίο βρίσκεται εν μέρει μέσα στο οστό της γνάθου. Συχνά προσβάλλεται από μία φλεγμονή, την περιστεφανίτιδα
Ιατρικό ιστορικό: το ειδικό ερωτηματολόγιο που συμπληρώνει ο ασθενής και αφορά τη γενική κατάσταση της υγείας του
Κροταφογναθική διάρθρωση: η άρθρωση που ενώνει το οστό της γνάθου με το κρανίο
Κυνόδοντες: μία από τις 4 ομάδες των δοντιών
Κύστη: σάκος γεμάτος υγρό
Λεύκανση (οδόντων): μέθοδος αλλαγής του χρώματος ενός δοντιού για αισθητικούς λόγους
Μεσοδόντια διαστήματα: τα διαστήματα ανάμεσα στα δόντια
Μερική οδοντοστοιχία: μία τεχνητή και κινητή αποκατάσταση η οποία τοποθετείται σε περιπτώσεις απώλειας ορισμένων δοντιών όταν η κατασκευή γέφυρας δεν είναι εφικτή
Μύλη (οδόντος): το τμήμα του δοντιού που είναι ορατό στο στόμα
Νάρθηκας νυκτός: συσκευή από ειδικό υλικό που τοποθετείται στα άνω και κάτω δόντια κατά τη διάρκεια του ύπνου για να αποτρέψει την αποτριβή τους
Νάρθηκας (οδοντικός): ειδική συσκευή που τοποθετείται επάνω στα δόντια για διάφορους λόγους (π.χ. για λεύκανση, για προστασία των δοντιών στα σπορ κλπ.)
Νεογιλά (δόντια): τα πρώτα δόντια του ανθρώπου, είκοσι συνολικά.
Νήμα (οδοντικό): συμπληρωματικό μέσο στοματικής υγιεινής. Πολύτιμο για την αφαίρεση της πλάκας που συσσωρεύεται στα μεσοδόντια διαστήματα
Νωδότητα: η κατάσταση απώλειας ενός ή περισσότερων δοντιών. Αν χαθούν όλα τα δόντια, τότε μιλάμε για ολική νωδότητα, ενώ αν χαθεί ένας ορισμένος αριθμός δοντιών μιλάμε για μερική νωδότητα
Ξηροστομία: η μειωμένη έκκριση σάλιου στο στόμα
Ξυλοκαΐνη: ένα από τα πιο ευρέως χρησιμοποιούμενα αναισθητικά
Οδοντιατρικό ιστορικό: το ερωτηματολόγιο στο οποίο απαντά ο ασθενής και αφορά την κατάσταση της υγείας των δοντιών του
Οδοντίνη: μία από τις σκληρές ουσίες του δοντιού. Βρίσκεται ανάμεσα στην αδαμαντίνη και τον πολφό
Οίδημα: το κοινώς λεγόμενο πρήξιμο, που συνήθως εμφανίζεται στο τελικό στάδιο καταστροφής ενός δοντιού
Ολική οδοντοστοιχία: μία τεχνητή και κινητή αποκατάσταση που τοποθετείται σε περιπτώσεις απώλειας όλων των δοντιών
Οστεΐνη: μία από τις σκληρές ουσίες του δοντιού
Ουδέτερο στρώμα: μία ειδική ουσία που τοποθετείται κάτω από μία έμφραξη ή στεφάνη προκειμένου να προστατέψει τον πολφό του δοντιού.
Ουλεκτομή: μία μικρή χειρουργική επέμβαση με την οποία αφαιρείται ένα τμήμα των ούλων
Ουλίτιδα: μία από τις πιο διαδεδομένες φλεγμονές. Προσβάλει τα ούλα και χαρακτηρίζεται από συμπτώματα όπως αιμορραγία κατά το βούρτσισμα και ερυθρότητα
Ουλοδοντική σχισμή: είναι η σχισμή που παρεμβάλλεται ανάμεσα στα δόντια και στα ούλα
Περιοδόντιο: το σύνολο των ιστών που περιβάλλουν κάθε δόντι
Περιοδοντίτιδα: η φλεγμονή του περιοδοντίου και εξελικτικό στάδιο της ουλίτιδας
Περιστεφανίτιδα: η φλεγμονή που αναπτύσσεται γύρω από έναν ημιέγκλειστο σωφρονιστήρα (φρονιμίτη)
Πλάκα (οδοντική): μία μαλακή και άμορφη μάζα που συσσωρεύεται στα δόντια μετά από κάθε γεύμα. Μπορεί να αφαιρεθεί από τον ασθενή με σωστό βούρτσισμα
Πολφίτιδα: η φλεγμονή του πολφού ενός δοντιού
Πολφός (οδοντικός): η μοναδική μαλακή ουσία του δοντιού. Βρίσκεται στο κέντρο του δοντιού και είναι υπεύθυνος για την πλάση, την αίσθηση, τη θρέψη και την άμυνα του δοντιού
Προγόμφιοι: μία από τις 4 ομάδες των δοντιών
Προληπτική έμφραξη (sealant):Προληπτικές εμφράξεις (καλύψεις) σε δόντια (οπίσθια) τα οποία έχουν βαθιές αυλακιές και δεν καθαρίζονται σωστά με αποτέλεσμα να δημιουργείται τερηδόνα
Ρίζα (οδόντος): το τμήμα του δοντιού που βρίσκεται κάτω από τα ούλα και μέσα στο οστό της γνάθου
Σιελόρροια: η αυξημένη παραγωγή σάλιου
Στελεχιαία αναισθησία: η αναισθητοποίηση ενός μεγάλου νευρικού στελέχους, με αποτέλεσμα να μουδιάζει μία μεγάλη περιοχή του σώματος
Στεφάνη (θήκη): ένα είδος τεχνητής μύλης που κατασκευάζεται και τοποθετείται σε ένα δόντι για να το προστατεύσει από σπάσιμο ή τερηδονισμό
Σωφρονιστήρας: ο λεγόμενος φρονιμίτης, δηλαδή ο τρίτος κατά σειρά γομφίος
Στίλβωση (οδόντων): το γυάλισμα των δοντιών. Συνήθως γίνεται με τη χρήση ειδικής πάστας
Στήριγμα: το κάθε δόντι στο οποίο στηρίζεται μία γέφυρα
Σύνθετη ρητίνη: μία ειδική πάστα που χρησιμοποιείται ως υλικό έμφραξης
Τερηδόνα: μια πάθηση των σκληρών ιστών του δοντιού και κυριότερη αιτία καταστροφής του
Τομείς (κοπτήρες): μία από τις 4 ομάδες των δοντιών
Τρυγία (πέτρα): ουσία ανάλογη της πλάκας αλλά με σκληρή σύσταση. Δεν μπορεί να αφαιρεθεί από τον ίδιο τον ασθενή
Υδράργυρος: ένα από τα συστατικά του αμαλγάματος. Έχει κατηγορηθεί για τοξική δράση στον οργανισμό
Υφίζηση: ο όρος που χρησιμοποιούμε για να περιγράψουμε την υποχώρηση των ούλων
Φατνιακό οστό: το οστό που περιβάλλει τις ρίζες των δοντιών
Φατνίο: ειδική υποδοχή στο οστό της γνάθου μέσα στην οποία είναι τοποθετημένο το δόντι
Φθόριο: χημικό στοιχείο που βοηθά στην καταπολέμηση της τερηδόνας
Φθορίωση νερού: η διαδικασία ενσωμάτωσης φθορίου στο πόσιμο νερό για την καταπολέμηση της τερηδόνας του γενικού πληθυσμού
Πηγή

(Visited 335 times, 1 visits today)

Last modified: July 28, 2022

Close